ἐγκάτοικος

ἐγκάτοικος
ἐγκάτοικος
indwelling
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγκάτοικος — ἐγκάτοικον, ον (AM) μόνιμος κάτοικος ενός τόπου …   Dictionary of Greek

  • ἐγκάτοικον — ἐγκάτοικος indwelling masc/fem acc sg ἐγκάτοικος indwelling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατοίκου — ἐγκάτοικος indwelling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατοίκους — ἐγκάτοικος indwelling masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατοίκων — ἐγκάτοικος indwelling masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάτοικοι — ἐγκάτοικος indwelling masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενναέτης — (I) ἐνναέτης, ες (θηλ. ἐνναέτις, ιων. τ. εἰναέτις) (Α) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών 2. (επικ. ουδ. ως επίρρ.) ἐννάετες επί εννέα χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ενFα (βλ. εννέα) + ετης < έτος]. (II) ἐνναέτης, ο (θηλ. ἐνναέτις) (Α)… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”